- γενεσιουργῷ
- γενεσιουργόςconcerned withmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενεσιουργώ — γενεσιουργῶ ( έω) (AM) [γενεσιουργός] 1. δημιουργώ, παράγω 2. γεννώ … Dictionary of Greek